μπούρσα

μπούρσα
και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα)
νεοελλ.
1. το χρηματοφυλάκιο
2. το χρηματιστήριο
μσν.
1. πουγγί
2. σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπόρσα — η (Μ μπόρσα) βλ. μπούρσα …   Dictionary of Greek

  • ναροντνίκοι — Πολιτικό και πνευματικό κίνημα, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στη Ρωσία και διατηρήθηκε ουσιαστικά έως την επανάσταση των μπολσεβίκων (1917), με διάφορες μεταρρυθμιστικές ή και επαναστατικές τάσεις, οι οποίες απέβλεπαν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”